ενωθώ

From LSJ

οὐκ ἔστι λύπης ἄλγημα μεῖζον → there is no greater pain than grief

Source

Greek Monolingual

ἐνωθῶ, -έω (Α)
σπρώχνω, ρίχνω μέσα ή πάνω σε κάτι.