ενώπια

From LSJ

αἱ μέν ἀποφάσεις ἐπί τῶν θείων ἀληθεῖς, αἱ δέ καταφάσεις ἀνάρμοστοι τῇ κρυφιότητι τῶν ἀποῤῥήτων → as concerns the things of the gods, negative pronouncements are true, but positive ones are inadequate to their hidden character

Source

Greek Monolingual

ἐνώπια, τα (Α)
1. ο εσωτερικός τοίχος ενός οικοδομήματος που τον συναντούσε απέναντί του ο εισερχόμενος («ἄρματα δ' ἔκλιναν πρὸς ἐνώπια παμφανόωντα», Ομ. Ιλ.)
2. γενικώς οι τοίχοι του οικοδομήματος
3. πιθ. πρόσοψη
4. (επιγρ. και στον ενικό) «ἑκατέρῳ ἐνωπίῳ τῶν στοῶν» επιγρ..