εξάκις

From LSJ

Ἔστιν τι κἀν κακοῖσιν ἡδονῆς μέτρον → Voluptas aliqua inest vel infortunio → Es wohnt im Leid auch ein begrenztes Maß an Lust

Menander, Monostichoi, 182

Greek Monolingual

(AM ἑξάκις, Α και ἑξάκι)
επίρρ. έξι φορές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἕξ + επίρρ. κατάλ. -κι(ς)].