εξαέρωση

From LSJ

Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm

Menander, Monostichoi, 230

Greek Monolingual

η (AM ἐξαέρωσις) εξαερώ
μετατροπή στερεού ή υγρού σε αέριο, η εξάτμιση.