εξαμερής

From LSJ

Ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → Being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it.

Menander, Fragmenta, 499

Greek Monolingual

-ές (AM ἑξαμερής, -ές)
αυτός που αποτελείται από έξι μέρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξα- < ἕξ (πρβλ. εξάγραμμα) + -μερής < μέρος.