εξαμηνία

From LSJ

ἀλλὰ ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ → but deliver us from evil

Source

Greek Monolingual

η (Μ ἑξαμηνία) εξάμηνος
1. χρονική περίοδος έξι μηνών
2. ενοίκιο για χρονική περίοδο έξι μηνών
3. καθεμιά από τις δύο χρονικές περιόδους στις οποίες χωρίζεται το σχολικό έτος.