εξανδραπόδιση

From LSJ

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source

Greek Monolingual

και ανδραπόδιση, η (Α ἐξανδραπόδισις) εξανδραποδίζω
το να καθιστά κανείς κάποιον δούλο, η πώληση ενός ατόμου ως δούλου.