εξανδραπόδιση
From LSJ
Δίκαιος ἀδικεῖν οὐκ ἐπίσταται τρόπος → Iniuste facere nesciunt mores probi → Ein rechter Sinn versteht sich nicht aufs Unrecht tun
Greek Monolingual
και ανδραπόδιση, η (Α ἐξανδραπόδισις) εξανδραποδίζω
το να καθιστά κανείς κάποιον δούλο, η πώληση ενός ατόμου ως δούλου.