ἐξανδραπόδισις
English (LSJ)
-εως, ἡ, reducing to slavery, enslavement, selling into slavery, Hdt.3.140.
Spanish (DGE)
-ιος, ἡ
esclavitud, ἄνευ τε φόνου καὶ ἐξανδραποδίσιος Hdt.3.140.
German (Pape)
[Seite 868] ἡ, das zu Sklaven Machen, Her. 3, 140.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action d'emmener ou de réduire en servitude.
Étymologie: ἐξανδραποδίζω.
Russian (Dvoretsky)
ἐξανδρᾰπόδισις: ιος ἡ обращение в рабство, порабощение Her.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξανδρᾰπόδισις: -εως, ἡ, τὸ ἀνδραποδίζειν τινά, καθιστᾶν αὐτὸν δοῦλον ἢ πωλεῖν αὐτὸν ὡς δοῦλον, Ἡρόδ. 3. 140.
Greek Monotonic
ἐξανδρᾰπόδισις: -εως, ἡ, πώληση σκλάβων, δουλεμπόριο, σκλαβοπάζαρο, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
ἐξανδρᾰπόδισις, εως [from ἐξανδρᾰποδίζω] n
a selling for slaves, Hdt.
Translations
enslavement
Azerbaijani: kölələşdirilmə; Bulgarian: поробване; Catalan: esclavització; Chinese Mandarin: 奴役; Czech: zotročení; Finnish: orjuutus; French: asservissement, esclavage; German: Versklavung; Greek: υποδούλωση, σκλαβιά, σκλάβωμα; Ancient Greek: ἀνδραποδισμός, δουλαγωγία, δούλωσις, ἐξανδραπόδισις, ἐξανδραποδισμός, καταδουλισμός, καταδούλωσις, ὑποζυγή; Kalmyk: бөгллһн; Maori: ponongatanga, whakapononga, whakarōrā, whakaponongatanga; Polish: zniewolenie; Russian: порабощение; Spanish: esclavización; Swedish: förslavning; Ukrainian: поневолювання, поневолення