εξανθηματικός
From LSJ
σταγόνες ὕδατος πέτρας κοιλαίνουσιν → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone
Greek Monolingual
-ή, -ο εξάνθημα
1. αυτός που αναφέρεται στο εξάνθημα
2. αυτός που εκδηλώνεται ή εμφανίζεται με εξανθήματα («εξανθηματικός πυρετός, τύφος» κ.λπ.).