πάντες ἄνθρωποι τοῦ εἰδέναι ὀρέγονται φύσει → all men naturally desire knowledge
ἐξαυλίζομαι (AM) αυλίζομαιβγαίνω από το στρατόπεδο και καταλύω κάπου («ἐξαυλίζεται εἰς κώμας», Ξεν.).