εξαυλίζομαι

From LSJ

πάντες ἄνθρωποι τοῦ εἰδέναι ὀρέγονται φύσει → all men naturally desire knowledge

Source

Greek Monolingual

ἐξαυλίζομαι (AM) αυλίζομαι
βγαίνω από το στρατόπεδο και καταλύω κάπου («ἐξαυλίζεται εἰς κώμας», Ξεν.).