εξεργασία
From LSJ
ἐν ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦτορ ἀνὰ στόμα → my heart beats up to my throat
Greek Monolingual
η (AM ἐξεργασία) εξεργάζομαι
επεξεργασία, συμπλήρωση («τυχὼν δὲ τῆς ἐξεργασίας δι' ἡμῶν», Πολ.)
νεοελλ.
το σύνολο τών εξελικτικών φαινομένων κάποιας νοσηρής λειτουργικής ή ανατομικής κατάστασης
αρχ.
1. (για λόγο) φροντισμένη διαπραγμάτευση ενός θέματος
2. καλλιέργεια.