ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
ἐξερύω, ιων. τ. ἐξειρύω (Α) ερύω1. βγάζω έξω («πὰρ δὲ στὰς βέλος ὠκὺ διαμπερὲς ἐξέρυσ' ὤμου», Ομ. Ιλ.)2. τραβώ έξω3. αρπάζω κάτι, το αφαιρώ από άλλον («ἐξείρυσε χειρὸς τόξον», Ομ. Ιλ.).