εξισορρόπηση
From LSJ
Οἱ βασιλεῖς τῇ ἐγκυκλοπαιδείᾳ, αὐτὴ τοῖς βασιλεῦσι (Salamanca inscription) → The kings for the university, and the university for the kings
Greek Monolingual
η εξισορροπώ
1. το να εξισορροπεί κανείς ή να εξισορροπείται κάτι
2. (επικοιν.) η εργασία τερματισμού των τηλεπικοινωνιακών δισύρματων γραμμών της αστικής τηλεφωνίας και η προσαρμογή τους στα τετρασύρματα ηλεκτρονικά συστήματα που απαιτούνται για την ενίσχυση τών σημάτων.