εξοδευτής

From LSJ

Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut

Menander, Monostichoi, 66

Greek Monolingual

και ξοδευτής, ο εξοδεύω
(θηλ. ξοδεύτρα και ξοδευτού)
1. αυτός που σκορπά ασυλλόγιστα, σπάταλος
2. καταναλωτής.