εξομολόγος

From LSJ

Γαμεῖν δὲ μέλλων βλέψον εἰς τοὺς γείτονας → Quaeris maritus esse? Vicinos vide → Auf deine Nachbarn sieh, wenn du an Hochzeit denkst

Menander, Monostichoi, 103

Greek Monolingual

ο
ο πνευματικός, ο ιερέας που έχει το δικαίωμα να τελεί το μυστήριο της εξομολογήσεως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ομο-λόγος (< ομός «ο ίδιος» + λόγος)].