επίκρανο
ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → a man who is incapable of entering into partnership, or who is so self-sufficing that he has no need to do so, is no part of a state, so that he must be either a lower animal or a god | whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
Greek Monolingual
το (Α ἐπίκρανον) κρανίον
νεοελλ.
το σακοειδές σχήμα της χλαίνης που καλύπτει το κεφάλι πάνω από το πηλήκιο τών στρατιωτικών, η κουκούλα
αρχ.
1. κάθε κάλυμμα ή κόσμημα του κεφαλιού, κεφαλόδεσμος
2. αρχιτ. το κιονόκρανο, το αρχιτεκτονικό μέλος που επιστέφει την παραστάδα ή τον πεσσό και αποτελείται από ένα ή περισσότερα κυμάτια. διακοσμημένα ή μη, και πολλές φορές και από άβακα
3. γραμμ. μτφ. τὰ ἐπίκρανα
οι προθέσεις.