Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

επίκρανο

From LSJ

Λόγῳ με πεῖσον, φαρμάκῳ σοφωτάτῳ → Oratione leni, medicina optima → Mit Worten überzeuge mich, der klügsten Medizin

Menander, Monostichoi, 313

Greek Monolingual

το (Α ἐπίκρανον) κρανίον
νεοελλ.
το σακοειδές σχήμα της χλαίνης που καλύπτει το κεφάλι πάνω από το πηλήκιο τών στρατιωτικών, η κουκούλα
αρχ.
1. κάθε κάλυμμα ή κόσμημα του κεφαλιού, κεφαλόδεσμος
2. αρχιτ. το κιονόκρανο, το αρχιτεκτονικό μέλος που επιστέφει την παραστάδα ή τον πεσσό και αποτελείται από ένα ή περισσότερα κυμάτια. διακοσμημένα ή μη, και πολλές φορές και από άβακα
3. γραμμ. μτφ. τὰ ἐπίκρανα
οι προθέσεις.