επίλευκος

From LSJ

Λίαν φιλῶν σεαυτὸν οὐχ ἕξεις φίλον → Amans sui ipse nimis amicu'st nemini → Wer allzu sehr sich selbst liebt, findet keinen Freund

Menander, Monostichoi, 310

Greek Monolingual

ἐπίλευκος, -ον (Α)
υπόλευκος, αυτός που ασπρίζει στην επιφάνεια.