επίπλαστος
From LSJ
Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἐπίπλαστος, -ον) πλαστός
μτφ. πλαστός, ψεύτικος, προσποιητός (α. «επίπλαστη ευγένεια» β. «δακρύων ἐπιπλάστων», Λουκιαν.)
αρχ.
1. (για πρόσ.) πασαλειμμένος, αλειμμένος, ψιμυθιωμένος
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐπίπλαστα
έμπλαστρα, καταπλάσματα.
επίρρ...
ἐπιπλάστως
πλαστά, ψεύτικα, προσποιητά.