επίσπευση

From LSJ

τὰ μέλλοντα τοῖς γεγενημένοις τεκμαίρεσθαι → determine the future on the basis of the past

Source

Greek Monolingual

η (Μ ἐπίσπευσις) επισπεύδω
επιτάχυνση, η ενέργεια ώστε κάτι να γίνει σύντομα.