επαΐοντες

From LSJ

ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty

Source

Greek Monolingual

οι (Α ἐπαΐοντες)
πληθ. μτχ. ενεστ. του αρχ. ρ. ἐπαΐω
αυτοί που γνωρίζουν καλά, οι ειδικοί, ειδήμονες, γνώστες.