επανακτώ

From LSJ

Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.

Source

Greek Monolingual

(AM ἐπανακτῶμαι, -άομαι) κτω
αποκτώ ξανά κάτι που είχε χαθεί ή αφαιρεθεί («επανέκτησε την περιουσία του»)
μσν.
διασώζω κάποιον ή κάτι.