επαναληπτικός
Greek Monolingual
-ή, -ό
1. αυτός που επαναλαμβάνεται, που γίνεται για δεύτερη ή πολλοστή φορά («επαναληπτικές εκλογές»)
2. αυτός που εκτελεί κάτι κατ' επανάληψη («επαναληπτικό όπλο»)
3. «επαναληπτική αντωνυμία» — η αντωνυμία αὐτός, -ή, -ό, η οποία δηλώνει ουσιαστικό που αναφέρθηκε προηγουμένως.
επίρρ...
ἐπαναληπτικῶς, -ά
κατ' επανάληψη, με επανάληψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ανα-ληπτικός (< ληπτός < λαμβάνω)].