τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον → have eaten a bushel of salt together
ἐπανοίκτης και ἐπανοίκτωρ, ο (Μ)αυτός που ανοίγει βιαίως κάτι, ο διαρρήκτης.