επαντλώ

From LSJ

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215

Greek Monolingual

ἐπαντλῶ, ἐπαντλέω (Α)
1. αντλώ και χύνω πάνω σε κάτι
2. αρδεύω, ποτίζω («ἐπηντλημένη γῆ», πάπ.)
3. αδειάζω πάνω σε κάποιον ή σε κάτι, κατακλύζω («ὄχλον ὀνομάτων ἐπαντλοῦσι τῷδε τῷ θηρίω», Αιλ.)
4. γεμίζω υπερβολικά, ξεχειλίζω, κατακλύζομαι.