επαρτύω

From LSJ

ἔστιν δέ που ἡ μὲν ἐπὶ σώμασι γυμναστική, ἡ δ' ἐπὶ ψυχῇ μουσική → I think I am right in saying that we have physical exercise for the body and the arts for the soul

Source

Greek Monolingual

ἐπαρτύω και ἐπαρτύνω (Α)
1. προσαρμόζω, συναρμόζω, εφαρμόζω («αὐτίκ' ἐπήρτυε πῶμα», Ομ. Οδ.)
2. ετοιμάζω, παρασκευάζω
3. κάνω κάτι νόστιμο, γευστικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αρτύω «παρασκευάζω, ετοιμάζω»].