επαρχεύω
From LSJ
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
και επαρχώ (AM ἐπαρχεύω και ἐπαρχῶ) έπαρχος
είμαι έπαρχος, ασκώ τα καθήκοντα επάρχου
μσν.
αναπληρώνω προσωρινά τον έπαρχο, εκτελώ χρέη επάρχου.