επαρχιακός

From LSJ

νίψον ἀνομήματα, μὴ μόναν ὄψιν → wash the sins, not only the face | wash my transgressions, not only my face

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό (Μ ἐπαρχιακός, -ή, -όν)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην επαρχία («επαρχιακές σύνοδοι», «επαρχιακά συμβούλια»)
νεοελλ.
αυτός που αναφέρεται στις επαρχίες, ο επαρχιώτικος («επαρχιακά ήθη»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επαρχία. Η λ. μαρτυρείται από το 1849 στον Στέφ. Α. Κουμανούδη].