επεγκελεύω

From LSJ

Βούλου γονεῖς πρώτιστον ἐν τιμαῖς ἔχειν → Tibi sunt parentes primo honorandi loco → Erweise deinen Eltern an erster Stelle Ehr

Menander, Monostichoi, 72

Greek Monolingual

ἐπεγκελεύω (AM)
1. παρακινώ, παροτρύνω κάποιον σε κάτι («ἀλλ' οὖν ἐπεγκέλευέ γ' ὡς εὐψυχίαν... κτησώμεθα», Ευρ.)
2. μέσ. επεγκελεύομαι
διατάσσω, συνιστώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εγκελεύω «προτρέπω, παρακινώ»].