οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότε → after taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured
ἐπεγχέω και ἐπεγχύνω και ποιητ. τ. ἐπεγχεύω (AM)1. χύνω επί πλέον ή πάνω σε κάτι («τὸ γὰρ ἐμὸν θροῶ πάθος ἐπεγχέασα», Αισχύλ.)2. (απλώς) χύνω.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εγχέω «χύνω»].