ἀγὼν πρόφασιν οὐκ ἐπιδέχεται οὐδὲ φιλία → no excuse is allowed by a contest or by a friendship
ἐπεγχέω και ἐπεγχύνω και ποιητ. τ. ἐπεγχεύω (AM)1. χύνω επί πλέον ή πάνω σε κάτι («τὸ γὰρ ἐμὸν θροῶ πάθος ἐπεγχέασα», Αισχύλ.)2. (απλώς) χύνω.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εγχέω «χύνω»].