επεγχέω

From LSJ

ἀγὼν πρόφασιν οὐκ ἐπιδέχεται οὐδὲ φιλία → no excuse is allowed by a contest or by a friendship

Source

Greek Monolingual

ἐπεγχέω και ἐπεγχύνω και ποιητ. τ. ἐπεγχεύω (AM)
1. χύνω επί πλέον ή πάνω σε κάτι («τὸ γὰρ ἐμὸν θροῶ πάθος ἐπεγχέασα», Αισχύλ.)
2. (απλώς) χύνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εγχέω «χύνω»].