επεγχέω

From LSJ

οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότεafter taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured

Source

Greek Monolingual

ἐπεγχέω και ἐπεγχύνω και ποιητ. τ. ἐπεγχεύω (AM)
1. χύνω επί πλέον ή πάνω σε κάτι («τὸ γὰρ ἐμὸν θροῶ πάθος ἐπεγχέασα», Αισχύλ.)
2. (απλώς) χύνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εγχέω «χύνω»].