επεκβοώ

From LSJ

ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν ὑδρορρόαι δύο ῥέουσιν μέλανος → two streams of black run from the eyes

Source

Greek Monolingual

ἐπεκβοῶ, -άω (Α)
φωνάζω εναντίον κάποιου.