επιβάρυνση
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται -> For extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable.
Corpus Hippocraticum, Aphorisms 1.6.2Greek Monolingual
η
1. αύξηση του βάρους
2. αυτό που προκαλεί αύξηση του βάρους
3. ενόχληση από αύξηση τών δαπανών («φορολογικές επιβαρύνσεις»)
4. πρόσθετη δαπάνη
5. επιδείνωση, χειροτέρευση («επιβάρυνση της θέσης του κατηγορουμένου»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1805 στον Βενιαμίν Λέσβιο].
- Αναζήτηση σε: Google | Τριανταφυλλίδη | Βικιπαίδεια | Βικιλεξικό | slang.gr | Κάτο