επιβάρυνση

From LSJ

Greek Monolingual

η
1. αύξηση του βάρους
2. αυτό που προκαλεί αύξηση του βάρους
3. ενόχληση από αύξηση τών δαπανών («φορολογικές επιβαρύνσεις»)
4. πρόσθετη δαπάνη
5. επιδείνωση, χειροτέρευσηεπιβάρυνση της θέσης του κατηγορουμένου»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1805 στον Βενιαμίν Λέσβιο].