επιβουλία

From LSJ

φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy

Source

Greek Monolingual

η (Α ἐπιβουλία) επίβουλος
νεοελλ.
ονομασία μικρού σιφωνοφόρου
αρχ.
επιβουλή.