ἐπιβουλία
Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801
English (LSJ)
ἡ, treachery, Pi.N.4.37, D.S.26.15.
German (Pape)
[Seite 930] ἡ, dasselbe, Pind. N. 4, 37.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιβουλία: ἡ Pind., Diod. = ἐπιβουλή 2.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιβουλία: ἡ, δόλος, προδοσία, ἐπιβουλή, Πινδ. Ν. 40. 60, Διοδ. Ἀποσπ. 569. 2.
English (Slater)
ἐπῐβουλία treachery ἔμπα, καἴπερ ἔχει βαθεῖα ποντιὰς ἅλμα μέσσον, ἀντίτειν' ἐπιβουλίᾳ (v.l. ἐπιβουλίαις, cf. (O. 10.41) ) (N. 4.37)
Greek Monolingual
η (Α ἐπιβουλία) επίβουλος
νεοελλ.
ονομασία μικρού σιφωνοφόρου
αρχ.
επιβουλή.
Translations
treachery
Azerbaijani: xəyanət, vəfasızlıq, xəyanətkarlıq, namərdlik; Bulgarian: измяна, предателство; Chinese Mandarin: 背信棄義/背信弃义; Finnish: petos; French: traîtrise; German: Verrat; Greek: δολιότητα, κακοπιστία, επιβουλή; Ancient Greek: ἀπάτα, ἀπάτη, ἀπιστία, ἀπιστίη, δόλος, ἐνέδρα, ἐπιβούλευσις, ἐπιβουλή, ἐπιβουλία, τὸ ἄπιστον, τὸ ἄσπονδον, ὑπουλότης; Italian: tradimento, slealtà, inganno; Japanese: 裏切り; Kapampangan: kasukaban, kesukaban; Latin: perfidia; Maori: kaikaiwaiūtanga, kaikaiwaiū; Russian: предательство, измена, вероломство; Swedish: svek, förräderi; Tagalog: kataksilan; Welsh: brad, bradau