επιβραβεύω

From LSJ

φθείρουσιν ἤθη χρήσθ' ὁμιλίαι κακαί → bad company ruins good habits

Source

Greek Monolingual

ἐπιβραβεύω)
επιδοκιμάζω με ηθική ή υλική αμοιβή την αρετή ή τις πράξεις κάποιου
μσν.
δίνω ως βραβείο.