επιβραβεύω

From LSJ

Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab

Menander, Monostichoi, 452

Greek Monolingual

ἐπιβραβεύω)
επιδοκιμάζω με ηθική ή υλική αμοιβή την αρετή ή τις πράξεις κάποιου
μσν.
δίνω ως βραβείο.