ἐπιβραβεύω

From LSJ

Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn

Menander, Monostichoi, 451

German (Pape)

[Seite 930] zuteilen, Aesop.

French (Bailly abrégé)

adjuger, décerner.
Étymologie: ἐπί, βραβεύω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιβρᾰβεύω: уделять, отдавать, давать Aesop.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιβραβεύω: παρέχω, ἀπονέμω, Συλλ. Ἐπιγρ. 8735. 3, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

ἐπιβραβεύω)
επιδοκιμάζω με ηθική ή υλική αμοιβή την αρετή ή τις πράξεις κάποιου
μσν.
δίνω ως βραβείο.