επιβραδύνω
From LSJ
ἐκτέμνεσθαί τινας φιλανθρωπίᾳ → disarm and deceive by kindness
Greek Monolingual
(AM ἐπιβραδύνω)
καθιστώ κάτι βραδύτερο, ελαττώνω την ταχύτητα στην κίνηση ή στον ρυθμό
αρχ.
χρονοτριβώ, αργοπορώ.
ἐκτέμνεσθαί τινας φιλανθρωπίᾳ → disarm and deceive by kindness
(AM ἐπιβραδύνω)
καθιστώ κάτι βραδύτερο, ελαττώνω την ταχύτητα στην κίνηση ή στον ρυθμό
αρχ.
χρονοτριβώ, αργοπορώ.