επιγλωττίδα

From LSJ

Τοῦ ὅλου οὖν τῇ ἐπιθυμίᾳ καὶ διώξει ἔρως ὄνομα → Love is the name for our pursuit of wholeness, for our desire to be complete

Plato, Symposium, 192e10

Greek Monolingual

η (AM ἐπιγλωττίς
Α και ἐπιγλωσσίς)
λεπτός χόνδρος που φράζει τον λάρυγγα κατά την κατάποση
αρχ.
πληθ. αἱ ἐπιγλωττίδες
οι φωνητικές χορδές.