επιγυμνάζω
From LSJ
Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt
Greek Monolingual
ἐπιγυμνάζω (Α)
1. εξασκώ, γυμνάζω κάποιον εντατικά
2. γυμνάζω κάποιον επανειλημμένα
3. μέσ. ἐπιγυμνάζομαι
εξασκούμαι σε κάτι.