επιδεινώνω

From LSJ

κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίωςdeath is better than a life of misery, it is better not to live at all than to live in misery

Source

Greek Monolingual

χειροτερεύω, καθιστώ κάτι δυσκολότερο («η ανεργία επιδεινώνει τα προβλήματα», «η κατάστασή του επιδεινώθηκε»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δεινώνω (< δεινόω, -ώ < δεινόν «συμφορά, κακό»), τ. που μαρτυρείται μόνον εν συνθέσει στη Νέα Ελληνική].