επιδεινώνω

From LSJ

αἰψηρὸς δὲ κόρος κρυεροῖο γόοιο (Odyssey 4.103) → satiety in grief comes soon

Source

Greek Monolingual

χειροτερεύω, καθιστώ κάτι δυσκολότερο («η ανεργία επιδεινώνει τα προβλήματα», «η κατάστασή του επιδεινώθηκε»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δεινώνω (< δεινόω, -ώ < δεινόν «συμφορά, κακό»), τ. που μαρτυρείται μόνον εν συνθέσει στη Νέα Ελληνική].