επιδεινώνω
From LSJ
χειροτερεύω, καθιστώ κάτι δυσκολότερο («η ανεργία επιδεινώνει τα προβλήματα», «η κατάστασή του επιδεινώθηκε»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δεινώνω (< δεινόω, -ώ < δεινόν «συμφορά, κακό»), τ. που μαρτυρείται μόνον εν συνθέσει στη Νέα Ελληνική].