επιδιόρθωση

From LSJ

ὁ δὲ πείσεται εἰς ἀγαθόν περ → he will obey you to his profit, he will obey you for his own good end

Source

Greek Monolingual

η (Α ἐπιδιόρθωσις)
επισκευή φθαρμένου πράγματος
αρχ.
διόρθωση προηγούμενης έκφρασης, αίτηση συγγνώμης για δυσάρεστη έκφραση.