κατατρίβω τὸ τῆς ἀρετῆς ὄνομα → have the name of virtue always on one's tongue
ἐπιθυμόδειπνος, -ον (Α)αυτός που του αρέσει να παρακάθεται σε δείπνα, ο πρόθυμος για δείπνα.[ΕΤΥΜΟΛ. < επιθυμώ + δείπνος].