επιθωράκιος

From LSJ

μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.

Source

Greek Monolingual

-α, -ο (AM ἐπιθωράκιος, -ον)
νεοελλ.
ναυτ.
1. αυτός που βρίσκεται πάνω στο θωράκιο
2. φρ. «επιθωράκιος φανός» — φανός που ανάβουν στο θωράκιο της ακάτου όταν επιβαίνει στο σκάφος ανώτερος αξιωματικός, κν. φανάρι της κόφας
μσν.-αρχ.
αυτός που φοριέται πάνω από τον θώρακα («ἐπιθωράκιος στολή», Νικ. Χων.).