οὐκ ἐᾷ με καθεύδειν τὸ τοῦ Μιλτιάδου τρόπαιον → Miltiades' trophy does not let me sleep
ἐπικαλλύνω (Α)στολίζω επί πλέον, κάνω κάτι πιο ωραίο.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + καλλύνω (< κάλλος) «καλλωπίζω, εξωραΐζω»].