επιμετάλλωση

From LSJ

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source

Greek Monolingual

η
η επικάλυψη της επιφάνειας μεταλλικού αντικειμένου με λεπτό στρώμα πολύτιμου μετάλλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιμεταλλώνω. Η λ. στον λόγιο τ. επιμετάλλωσις μαρτυρείται από το 1885 στον Αναστάσ. Κ. Δαμβέργη].