επιπειθής
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
Greek Monolingual
ἐπιπειθής, -ές (Α) επιπείθομαι
ευπειθής, υπάκουος.
επίρρ...
ἐπιπειθῶς
ευπειθώς.