οὐδείς ἑκὼν πονηρὸς οὐδ' ἄταν ἔχων → no one is willingly wretched or unlucky
ἐπιπόρφυρος, -ον (Α) πορφύρακοκκινωπός, που έχει χρώμα προς το πορφυρό.