εποφθαλμιώ

From LSJ

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259

Greek Monolingual

(AM ἐποφθαλμιῶ, ἐποφθαλμιάω)
1. ρίχνω βλέμματα γεμάτα επιθυμία σε κάτι θέλοντας να το αποκτήσω
2. φθονώ, επιθυμώ να αποκτήσω κάτι που δεν μού ανήκει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + οφθαλμιώ «επιθυμώ σφοδρώς» (< οφθαλμός)].