επτάδυμος
From LSJ
Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἑπτάδυμος, -ον)
αυτός που γεννήθηκε μαζί με άλλους έξι στον ίδιο τοκετό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αναλογικός σχηματισμός προς το δίδυμος].