επταετία

From LSJ

καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον → and there's nothing new under the sun (Eccl. 1:9 LXX)

Source

Greek Monolingual

η (AM ἑπταετία)
χρονική περίοδος επτά ετών
αρχ.
ηλικία επτά ετών («ὁπόταν δὲ ἑπταετίαν ἀφίκηται», Πλάτ.).