επταπάλαιστος

From LSJ

εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε → if someone is successful in his deeds, he casts a cause for sweet thoughts into the streams of the Muses

Source

Greek Monolingual

ἑπταπάλαιστος, -ον (Α)
μήκους επτά παλαμών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επτά + -πάλαιστος, όπως εμφανίζεται ως β’ συνθετικό το παλαστή «παλάμη»].